Καλημέρα, παιδιά. Θα ήθελα να διαβάσετε αυτό το υπέροχο παραμύθι και να μου γράψετε δυο σκέψεις.
Ποιο είναι το νόημα του;
Τι θέλει να μας μάθει;
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ο βασιλιάς Γουλιέλμος μαζί με την κόρη του την Φιλομήλα, ένα κορίτσι ψηλό με μαύρα μακρυά μαλλιά που ήταν όμως άσχημο. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ένα άξιο κορίτσι που καταπιανόταν με πολλά και διάφορα πράγματα. Παρ’ ότι η εξουσία που είχε, όντας κόρη του βασιλιά, της επέτρεπε να μην ασχολείται με εργασίες στο παλάτι, εκείνη δεν επαναπαυόταν και βοηθούσε ακόμα και σε χειρωνακτικές δουλειές τους υπηρέτες. Ο πατέρας της ώρες ώρες σκεπτόταν μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος μαζί της και γεννήθηκε κορίτσι διότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν άσχημη εμφανισιακά, βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού, αναλάμβανε πολλές φορές καθήκοντα του ίδιου του Βασιλιά και μάλιστα συχνά κανόνιζε η ίδια τις συναντήσεις του με άλλους βασιλείς.
Τα χρόνια περνούσαν και παρ’ ότι ο βασιλιάς ήταν ικανοποιημένος που είχε μια τόσο άξια κόρη, στενοχωριόταν που δεν είχε παντρευτεί ακόμα. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί ,στριφογύριζε στο κρεβάτι του και σκεπτόταν τι θα απογίνει η Φιλομήλα όταν αυτός δεν θα ζούσε πια. Έπρεπε πάση θυσία να την αποκαταστήσει. Όμως ποιος θα γυρνούσε να την κοιτάξει έτσι άσχημη που ήταν;. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί.
Μια μέρα λοιπόν, αποφάσισε να μιλήσει στον Αιμίλιο, τον πιο πιστό του σύμβουλο,συνεργάτη και στενό του φίλο μέσα στο παλάτι. Γνωρίζονταν πολλά χρόνια, και πάντα έπαιρνε την γνώμη του πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Τον είχε σαν γιο του και τον εμπιστευόταν.
Τον είδε να κάθεται σε ένα παγκάκι στο ύπαιθρο και να διαβάζει ένα βιβλίο. Τον πλησίασε και χαμογελώντας του , του είπε:
- Αιμίλιε καλημέρα, μπορώ να καθίσω κοντά σου ή σε ενοχλώ;
- Μα τι είναι αυτά που λες βασιλιά μου; Κάθισε κοντά μου, αποκρίθηκε ο Αιμίλιος που παρ’ ότι ο βασιλιάς του έλεγε να τον αποκαλεί Γουλιέλμο, εκείνος από σεβασμό τον έλεγε πάντα βασιλιά.
- Θέλω να μιλήσουμε για κάτι που με απασχολεί πολύ τον τελευταίο καιρό. Ξέρεις πως σε έχω σαν γιο μου, και πάντα εμπιστεύομαι την γνώμη σου, είπε με καλοσύνη ο βασιλιάς.
Ο Αιμίλιος στην αρχή αγχώθηκε νομίζοντας πως ο βασιλιάς θέλει να τον επιπλήξει για κάτι, αλλά βλέποντας το βλέμμα του κατάλαβε πως θέλει πραγματικά την βοήθεια του. Έτσι κοιτώντας τον με γλυκύτητα του είπε:
- Πες μου Βασιλιά μου. Είμαι στην διάθεση σου για ότι θέλεις. Και εγώ εξάλλου το γνωρίζεις πως σε έχω σαν πατέρα μου. Τον δικό μου τον έχασα όταν ήμουν πολύ μικρός και από τότε που είμαι κοντά σου σε νιώθω δικό μου άνθρωπο.
- Αρκετά με αυτά! Δεν θα μας πάρουν δα και τα ζουμιά, είπε επιβλητικά ο βασιλιάς που όταν έλεγε κάτι αυτό ήταν νόμος για όλους. Θέλω να σου εκμυστηρευτώ τις σκέψεις μου. Άκου Αιμίλιε, τα χρόνια περνούν και εγώ μεγαλώνω. Πριν κλείσω τα μάτια μου, θέλω να αποκαταστήσω την Φιλομήλα που τόσο αγαπώ και έχω έγνοια. Όπως ξέρεις έχω επαφές με πολλούς βασιλείς που τα παιδιά τους είναι σε ηλικία γάμου, όμως ποιος θα θελήσει να την παντρευτεί έτσι άσχημη που είναι; Είναι σκληρό και για εμένα και για εκείνη. Ο θεός βλέπεις θέλησε να την “φτιάξει” άσχημη χωρίς να με ρωτήσει, είπε με παράπονο ο βασιλιάς.
- Βασιλιά μου, η Φιλομήλα είναι προικισμένη με τόσες αρετές που η ομορφιά μπροστά σε αυτές δεν υπολογίζεται. Είναι τόσο άξια! Δες την, είπε δείχνοντας την στο βάθος. Έχει βάλει στολή υπηρέτη και ασχολείται με τα βασιλικά άλογα. Τα φροντίζει, τα τρέφει και μάλιστα ξέρει να τα ιππεύει κιόλας. Κάνει τόσα πράγματα στο παλάτι. Αυτός λοιπόν που θα την παντρευτεί δεν θα πρέπει να νιώθει τυχερός που θα έχει μια τόσο ικανή σύζυγο;, είπε καλοσυνάτα ο Αιμίλιος.
- Τι να τις κάνω τις αρετές όταν η μύτη της είναι πιο στραβή και από τον πύργο της Πίζας, το σώμα της είναι τόσο άκαμπτο όσο οι φρουροί στην πύλη του παλατιού και τα χέρια της τόσο μακρυά όσο η γέφυρα της Κίνας; είπε απελπισμένα ο βασιλιάς.
Ο Αιμίλιος βαθιά στεναχωρημένος από τα λόγια του βασιλιά για την Φιλομήλα, δεν ήθελε να διαφωνήσει μαζί του. Καταλάβαινε εξάλλου και την αγωνία του να την αποκαταστήσει παρότι δεν συμφωνούσε καθόλου με τις απόψεις του. Έτσι λοιπόν, του αποκρίθηκε:
- Βασιλιά μου, εγώ πως μπορώ να σε βοηθήσω λοιπόν; από το βλέμμα σου υποπτεύομαι ότι κάτι έχεις κατά νου.
- Όντως, το βρήκες! Κάτι έχω σκεφτεί, όμως δεν θα σου το αποκαλύψω ακόμα. Αυτό που θέλω από σένα, είναι να πάρεις την Φιλομήλα και να πάτε μια βόλτα αφού πρώτα μαζέψεις όλους του υπηρέτες μου, στην αίθουσα δεξιώσεων. Τους θέλω όλους παρατεταγμένους σε σειρές. Έχω να τους ανακοινώσω κάτι πολύ σημαντικό, είπε επιβλητικά ο βασιλιάς.
- Μα είναι πάνω από 150 βασιλιά μου! Τι είναι πια αυτό το τόσο σημαντικό νέο που θέλεις να τους ανακοινώσεις; απόρησε ο Αιμίλιος.
- Θα το μάθεις αργότερα. Προς το παρόν κάνε αυτό που σου είπα και φρόντισε η Φιλομήλα να μην καταλάβει κάτι. Μόλις επιστρέψετε από τον περίπατο έλα να με βρεις, είπε με προσταγή ο βασιλιάς στον Αιμίλιο.
Έτσι και έγινε. Ο Αιμίλιος συγκέντρωσε όλους τους υπηρέτες του βασιλιά στην αίθουσα δεξιώσεων, ανακοινώνοντας τους πως ο βασιλιάς, τους χρειάζεται για κάτι πολύ σημαντικό.
Έπειτα, πήρε την Φιλομήλα και πήγαν μια βόλτα με τα άλογα του βασιλείου.
Σε όλη την διαδρομή η Φιλομήλα ήταν σκεπτική, σχεδόν δεν μιλούσε. Χάζευε μόνο δεξιά και αριστερά τους καταπράσινους κήπους με τα περιποιημένα δένδρα και τα πολύχρωμα λουλούδια.
Το ίδιο σκεπτικός, ήταν και ο Αιμίλιος . Προσπαθούσε να σκεφτεί τι δικαιολογία θα έλεγε στην Φιλομήλα όταν τον ρωτούσε για τον λόγο αυτής της βόλτας. Καν ο ίδιος δεν ήξερε, τι να της έλεγε. Στεναχωριόταν τόσο πολύ που ο βασιλιάς Γουλιέλμος σκεπτόταν με αυτόν τον τρόπο για εκείνη. Την αγαπούσε πολύ και τόσα χρόνια κοντά στον βασιλιά, ένιωθε σαν να ήταν αδερφή του. Έτσι κι αλλιώς πάντα την προστάτευε, από τόσο δα μικρά παιδιά όπου η Φιλομήλα ήταν άτακτη και περίεργη και πάντα ήθελε να τα δοκιμάσει όλα. Σκεπτόταν την εποχή που ήταν μικρή και προσπαθούσε να της μάθει πως να δένει τα κορδόνια της. Είχε τόσο πλάκα. Αυτά τα ανέμελα χρόνια τα νοσταλγούσε πολύ.
Τις σκέψεις του, σταμάτησε ξαφνικά το χλιμίντρισμα του αλόγου το οποίο ήταν κατάκοπο από όλη αυτή την διαδρομή.
- Μάλλον πρέπει να σταματήσουμε για λίγο, είπε ο Αιμίλιος στην Φιλομήλα. Το άλογο έχει εξουθενωθεί. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα.
- Ναι όντως πρέπει να σταματήσουμε, του είπε εκείνη. Έλα, ας καθίσουμε κάτω από αυτό το δέντρο, έχει παχύ ίσκιο.
Η Φιλομήλα, φαινόταν λυπημένη. Είχε καταλάβει πως ο πατέρας της κάτι ετοίμαζε διότι κάθε φορά που ζητούσε από τον Αιμίλιο να την πάει μια βόλτα, κάτι περίεργο είχε στο νου του. Έτσι, με απορία τον ρώτησε:
- Ποιο είναι αυτή την φορά το μεγαλοφυές σχέδιο που συνέλαβε ο πατέρας μου;
- Τι θέλεις να πεις με αυτό; απόρησε ο Αιμίλιος.
- Θέλω να πω, πως σίγουρα ο πατέρας μου κάτι σκέφτηκε για μένα για αυτό και σε έβαλε να με φέρεις εδώ. Δεν με θέλει μέσα στα πόδια του. Σαν την άλλη φορά θυμάσαι; Που είχα τα γενέθλια μου και μου ετοίμαζε μια βασιλική δεξίωση. Τότε βέβαια ήταν κάτι ευχάριστο. Τώρα, το ένστικτο μου, μου λέει το αντίθετο, είπε θλιμμένα η Φιλομήλα.
- Μην σκέφτεσαι έτσι, της είπε ευγενικά ο Αιμίλιος. Ο πατέρας σου σε αγαπάει πολύ και θέλει το καλό σου.
- Τότε πες μου,για ποιο λόγο σε διέταξε να με φέρεις εδώ; τον ρώτησε.
Ο Αιμίλιος μη θέλοντας να αποκαλύψει αυτήν την παράξενη ιδέα που είχε ο βασιλιάς, που ούτε ο ίδιος ήξερε καλά καλά το γιατί, της είπε:
- Μην βάζεις όλο περίεργα πράγματα με το μυαλό σου. Απλά σε είδε που κουράζεσαι τόσο με όλα αυτά που κάνεις και μου πρότεινε να σε φέρω μια βόλτα εδώ, για να ξεσκάσεις λιγάκι.
- Μπράβο Αιμίλιε, δεν το περίμενα από σένα. Να λένε όλοι οι άλλοι ψέμματα αλλά και εσύ; Ξέρεις, δεν είμαι χαζή, καταλαβαίνω ότι κάτι απασχολεί τον πατέρα μου, και φυσικά αυτό το κάτι είμαι εγώ. Τέλος πάντων δεν σε παρεξηγώ, ξέρω ότι εκτελείς τις εντολές του και δεν μπορείς να μου πεις παραπάνω λεπτομέρειες. Δεν είναι ώρα να φύγουμε; Τι λες; είπε η Φιλομήλα γεμάτη απογοήτευση.
Ιππεύοντας τα άλογα, έφτασαν πολύ γρήγορα στο παλάτι. Ο Αιμίλιος δεν ήξερε τι να πει. Είχε χάσει τα λόγια του. Βρέθηκε σε μια δύσκολή θέση απέναντι της. Όμως δεν μπορούσε να προδώσει και τον βασιλιά. Αυτό που έμελε να κάνει ήταν να πάει να τον συναντήσει για να μάθει επιτέλους το σχέδιο του. Ευχαρίστησε την Φιλομήλα για την όμορφή βόλτα τους και αμέσως πήγε να τον συναντήσει.
Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα και ο βασιλιάς Γουλιέλμος απολάμβανε πάντα αυτή την ώρα το τσάι του στην κάμαρα του. Ο Αιμίλιος χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα.
- Καλησπέρα βασιλιά μου. Με συγχωρείς αν σε ενοχλώ την ώρα της ξεκούρασης σου αλλά μου είπες πως μόλις γυρίσω από την βόλτα να έρθω να σε βρω αμέσως, είπε ο Αιμίλιος.
- Πέρασε μέσα Αιμίλιε. Καλά έκανες και ήρθες να με βρεις αμέσως διότι έχω να σου κάνω κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις οι οποίες δεν μπορούν να πάρουν άλλη αναβολή, είπε με σοβαροφάνεια ο βασιλιάς.
- Είμαι όλος αυτιά βασιλιά μου, αποκρίθηκε ο Αιμίλιος.
- Όπως σου είπα, τα χρόνια περνούν. Σε λίγα χρόνια από τώρα θέλω η Φιλομήλα μου, που τόσο αγαπώ να έχει φτιάξει την δική της οικογένεια. Έχει γίνει πια σωστή γυναίκα και αντί να ασχολείται με το μέλλον της, το μυαλό της το έχει στα πέταλα του αλόγου. Πρέπει να κάνω κάτι για την βοηθήσω. Τι να κάνω πια που θεός δεν με λυπήθηκε και μου έδωσε ένα άσχημο παιδί. Το πήρα πια απόφαση πως κανένα βασιλόπουλο δεν θα την θελήσει, όση περιουσία και αν του δώσω. Για αυτό σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο. Όλοι οι υπηρέτες μου εδώ στο παλάτι είναι υπό την προστασία μου και κάνουν ότι τους πω. Τους έβαλα λοιπόν μια δοκιμασία. Θυμάσαι μήπως τι είναι αυτό που εδώ και καιρό θέλω να προσθέσω πάνω από τον θρόνο μου; ρώτησε ο βασιλιάς τον Αιμίλιο.
- Εεε.. ένα πορτραίτο σας αν δεν κάνω λάθος, είπε όλο δισταγμό εκείνος.
- Ακριβώς!, είπε ο βασιλιάς Γουλιέλμος. Ένας βασιλιάς δεν είναι δυνατόν να μην έχει ένα δικό του πορτραίτο σε ολόκληρο το βασίλειο. Ξέρεις άλλωστε πως είμαι λάτρης της ζωγραφικής από μικρό παιδάκι.
- Το ξέρω βασιλιά μου, αποκρίθηκε ο Αιμίλιος. Άλλωστε και η Φιλομήλα έχει πάρει αυτό το ταλέντο από εσάς. Θυμάστε που μικρή την φωνάζατε χαϊδευτικά Πικάσο;
- Ναι το θυμάμαι. Άλλο είναι όμως το θέμα μας τώρα. Άκουσε τι σχέδιο συνέλαβε το μυαλό μου. Εφόσον άλλη λύση για το θέμα του γάμου της κόρης μου δεν υπάρχει, σκέφτηκα να βάλω όλους τους υπηρέτες μου να ζωγραφίσουν το πορτραίτο μου. Αυτός που θα κάνει το καλύτερο κατά την δική μου άποψη, θα την παντρευτεί!. Δεν μπορεί. Πάνω από 150 πορτραίτα, όλο και κάποιο θα πετύχει, είπε γεμάτος ανυπομονησία ο βασιλιάς Γουλιέλμος.
- Αλήθεια βασιλιά μου αυτό δεν το περίμενα. Με όλο τον σεβασμό και την αγάπη μου προς εσένα έχω να σου πω πως δεν συμφωνώ με αυτή την ιδέα. Η Φιλομήλα, αξίζει κάτι καλύτερο από το να την χαραμίσεις έτσι άδικα με κάποιον από τους υπηρέτες. Εκτός αυτού, αυτός που θα ζωγραφίσει το καλύτερο πορτραίτο μπορεί να μην αγαπήσει ποτέ του την Φιλομήλα. Θέλεις η κόρη σου να περάσει μια δυστυχισμένη ζωή;, είπε με θλίψη ο Αιμίλιος.
- Και ποιος σου ζήτησε να μας πεις την άποψη σου; είπε με έντονο και επικριτικό ύφος ο βασιλιάς.
- Μα, εσύ βασιλιά μου. Πάντα εμπιστεύεσαι την γνώμη μου πριν κάνεις οτιδήποτε και εδώ και πολλά χρόνια ακούς προσεκτικά τις συμβουλές μου, αποκρίθηκε γεμάτο παράπονο ο Αιμίλιος.
- Ήρθε η ώρα λοιπόν να σταματήσει αυτό. Αρκετά τόσα χρόνια σε άκουγα. Πάντα ήθελες να είμαι ελαστικός μαζί της, να μην την μαλώνω και να της φέρομαι θαρρείς και είναι κανένα μικρό απροστάτευτο γατάκι. Ήρθε η ώρα να αποφασίσω σοβαρά για το μέλλον της, οι καλοσύνες τελείωσαν, είπε θυμωμένα ο βασιλιάς.
- Όπως νομίζετε. Χρειάζεστε κάτι άλλο από εμένα; γιατί θα πρέπει να τακτοποιήσω κάποιες δουλειές, ρώτησε φανερά λυπημένα ο Αιμίλιος.
- Ναι φυσικά και χρειάζομαι. Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Η διαδικασία θα ξεκινήσει αύριο. Αυτό που θέλω από σένα είναι να συγκεντρώσεις τα απαραίτητα δηλαδή καβαλέτα, πίνακες, μπογιές και ότι άλλο χρειάζεται. Η αίθουσα δεξιώσεων νομίζω ότι είναι ο κατάλληλος χώρος. Θα την διαμορφώσεις καταλλήλως και αύριο το πρωί στις 7 η ώρα θα τους περιμένω όλους εκεί. Και φυσικά, η Φιλομήλα δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα.
Ο Αιμίλιος κατέβασε το κεφάλι του και σημείωσε στο μπλοκάκι του όλα αυτά που του ανέθεσε ο βασιλιάς. Ήταν τόσο λάθος όλο αυτό, σκεπτόταν. Η καημένη η Φιλομήλα, αν το μάθαινε θα τρελαινόταν. Την ησυχία, διέκοψε ένας θόρυβος έξω από την κάμαρα του βασιλιά.
- Μα πόσες φορές έχω πει σε όλους τους να κάνουν ησυχία όταν ξεκουράζομαι. Όλα αυτά θα αλλάξουν σε λίγο καιρό, είπε εκνευρισμένα ο βασιλιάς Γουλιέλμος.
Ο Αιμίλιος συνέχισε το γράψιμο. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν έχει κάποια άλλη υποχρέωση απέναντι του, έφυγε κλείνοντας δειλά την πόρτα πίσω του. Όταν ο βασιλιάς ήταν φουρτουνιασμένος τον ενοχλούσαν τα πάντα. Ακόμα και ο παραμικρός θόρυβος. Δεν έπαιρνε από λόγια.
Φεύγοντας από την κάμαρα του, κατέβηκε όλους τους ορόφους ώσπου έφτασε στην αίθουσα δεξιώσεων. Εκεί, είδε τον χώρο και αφού τον περιεργάστηκε, συμπλήρωσε άλλες δυο σελίδες στο μπλοκάκι του. Πάνω από 150 καβαλέτα. Θεέ μου. Ολόκληρη γκαλερί είχε σκοπό να φτιάξει ο βασιλιάς, σκέφτηκε.
Έπειτα, έφυγε και πήγε να αγοράσει όλα αυτά που του είχε ζητήσει ο βασιλιάς. Ευτυχώς δεν είχε συναντήσει εδώ και ώρα την Φιλομήλα. Δεν θα μπορούσε να την κοιτάξει κατάματα. Ντρεπόταν, λες και είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος του κόσμου. Αφού γύρισε, ενημέρωσε τους υπηρέτες για την αυριανή συνάντηση.
Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Η ώρα ήταν επτά και οι υπηρέτες ήταν όλοι παραταγμένοι στην αίθουσα δεξιώσεων. 170 άνθρωποι κρυμμένοι πίσω από τα καβαλέτα. Άλλοι χαρούμενοι που είχαν την ευκαιρία να γίνουν πλούσιοι από την περιουσία του βασιλιά και άλλοι δυστυχισμένοι, έτοιμοι να δαγκώσουν τα πινέλα από τον φόβο τους.
Η μεγάλη πόρτα της αίθουσας άνοιξε. Ο βασιλιάς μπήκε μέσα φορώντας την κορώνα και την επίσημη βασιλική στολή του. Αφού έκατσε σε μια πολυτελή πολυθρόνα στην κορυφή της αίθουσας και πήρε την σοβαρή του στάση, έδωσε το σήμα για να ξεκινήσουν.
Τα πινέλα είχαν πάρει φωτιά αφού είχαν μόνο τρεις ώρες στην διάθεση τους για να ολοκληρώσουν το πορτραίτο. Η αίθουσα μύριζε φρέσκια μπογιά ζωγραφικής και η ησυχία που επικρατούσε σχεδόν θύμιζε εκκλησία. Ο βασιλιάς παρέμεινε εκεί για πολλές ώρες, ακίνητος ανοιγοκλείνοντας απλώς τα μάτια του, αφού οποιαδήποτε κίνηση του μπορεί να χαλούσε τα πάντα.
Οι ώρες περνούσαν και οι υπηρέτες δεν ξεχώριζαν μέσα στο πλήθος. Φορούσαν όλοι τα ίδια ρούχα και τα ίδια παπούτσια. Ακόμα και ο τρόπος που κρατούσαν τα πινέλα τους δεν διέφερε.
Όλοι εκτός από έναν ο οποίος είχε το μισό του πρόσωπο καλυμμένο και ήταν κάπως σκυφτός. Δεν του είχε δώσει κανείς ιδιαίτερη σημασία. Τον πέρασαν μάλιστα για κάποιο γέρο που ο χρόνος δεν του είχε φερθεί καλά και μάλλον τον ενοχλούσε η μυρωδιά της μπογιάς καθώς φορούσε ένα μαντήλι στο πρόσωπο του.
Ντιν Ντιν! Το καμπανάκι ήχησε στα αυτιά όλων. Ο χρόνος είχε μόλις λήξει. Ο βασιλιάς ανασηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε:
- Αφήστε γρήγορα όλοι κάτω τα πινέλα. Ο χρόνος σας τελείωσε. Ελπίζω να τα καταφέρατε. Θα χρειαστώ ολόκληρη την ημέρα περίπου για να δω με προσοχή όλους τους πίνακες σας και έπειτα θα έχετε την τελική απάντηση. Αφού υπογράψετε με το όνομα σας, τον πίνακα σας μπορείτε να αποχωρήσετε. Οπότε προς το παρόν καλή σας ξεκούραση.
Οι υπηρέτες, αφού τελείωσαν με τα πορτραίτα, κατευθύνθηκαν όλοι δειλά δειλά προς την έξοδο της αίθουσας, πιστοί στις υποδείξεις του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Γουλιέλμος, είχε μπροστά του αρκετή δουλειά. Όλοι οι πίνακες στέκονταν τώρα απειλητικά μπροστά του και τον προέτρεπαν να πάρει μια απόφαση. Αφού η αίθουσα είχε αδειάσει, ο βασιλιάς κάλεσε τον Αιμίλιο. Ήθελε να είναι παρών σε αυτή την διαδικασία επιλογής.
Έτσι και έγινε. Ο Βασιλιάς ξεκίνησε να βλέπει ένα ένα τα πορτραίτα που είχαν ζωγραφίσει οι υπηρέτες. Περνούσε μπροστά από το κάθε ένα και το παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή.
- Αν είναι δυνατόν. Μάλλον αυτός δεν βλέπει μπροστά του. Έτσι είμαι εγώ; Έχω τόσο μεγάλη μύτη;, αναφώνησε ο βασιλιάς.
- Το απορρίπτουμε βασιλιά μου; ρώτησε ο Αιμίλιος ο οποίος δεν ήθελε καθόλου να βρίσκεται σε αυτή την διαδικασία και ήταν φανερά αμήχανος.
- Ναι, χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι τόσο κακόγουστο, είπε θυμωμένος ο βασιλιάς.
Ο Αιμίλιος έριξε πάνω στο πορτραίτο ένα ύφασμα και το κάλυψε. Έτσι έγινε και με τα υπόλοιπα, τα οποία ο βασιλιάς απέρριπτε. Είχε περάσει σχεδόν η μισή ημέρα. Έξω είχε βραδιάσει και ο βασιλιάς ολοένα και εκνευριζόταν. Άσχημο πρόσωπο, μικρό στόμα, μεγάλα φρύδια και άλλες πολλές λέξεις έβγαιναν από το στόμα του βασιλιά. Ο Αιμίλιος είχε χάσει το μέτρημα. Άραγε πόσους πίνακες είχε απορρίψει ο βασιλιάς; Σίγουρα πάνω από εκατό. Αποκαμωμένοι πια και οι δυο έφταναν προς τα τελευταία. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μα να μην βρίσκω ούτε ένα που να ταιριάζει στα γούστα μου; Όλα έχουν και κάτι λανθασμένο. Δεν αντέχω άλλο. Τι ατυχία είναι αυτή, έλεγε και ξαναέλεγε.
Ο Αιμίλιος παρά την κούραση του, χαιρόταν κατά βάθος γιατί είχε πια αποδειχθεί ότι ο βασιλιάς είχε κάνει λάθος που σκέφτηκε αυτό το σχέδιο.
Ξαφνικά τα μάτια και των δυο γούρλωσαν, τόσο έντονα που ήταν λες και είχαν δει μπροστά τους το μεγαλύτερο μυθικό τέρας. Το προτελευταίο πορτραίτο που είχαν μπροστά τους, τους έκανε να χάσουν την μιλιά τους.
- Δεν το πιστεύω! Αναφώνησε ο βασιλιάς. Επιτέλους, βρέθηκε. Είναι η πιο πιστή αντιγραφή που έχω δει ποτέ μου.
Ο Αιμίλιος δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Πράγματι ο πίνακας ήταν τόσο όμορφος, θαρρείς και σε λίγο ο βασιλιάς μέσα από τον πίνακα θα ζωντάνευε.
Αυτό ήταν. Ο βασιλιάς είχε βρει το πορτραίτο που θα διακοσμούσε τον θρόνο του. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν το καλύτερο από όλα.
- Αιμίλιε, ποιο είναι το όνομα του νικητή; ρώτησε γεμάτος αγωνία ο βασιλιάς.
- Είναι ανώνυμο βασιλιά μου, ανακοίνωσε ο Αιμίλιος. Αυτός που το ζωγράφισε δεν έχει βάλει το όνομα του.
Αμέσως ο βασιλιάς πρόσταξε τον Αιμίλιο να καλέσει όλους τους υπηρέτες του στην αίθουσα. Αφού κάλυψε όλα τα πορτραίτα ούτως ώστε να μην καταλάβει κανείς ποιο είναι το καλύτερο, έβαλε το ανώνυμο πορτραίτο στην κορυφή της αίθουσας δίπλα στον βασιλιά. Μπαίνοντας όλοι, ήταν φανερά αγχωμένοι για το αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς επιβλητικά τους περίμενε όλους έχοντας δίπλα του το πορτραίτο.
- Καλησπέρα σε όλους. Μετά από μια εξαντλητική μέρα για όλους μας, το καλύτερο πορτραίτο βρέθηκε. Ομολογώ πως δεν υπήρξε κάποιο δίλημμα για το ποιο θα επιλέξω, διότι αυτό ήταν ένα και μοναδικό. Το μόνο πρόβλημα που προέκυψε είναι πως αυτός που το ζωγράφισε ξέχασε να υπογράψει με το όνομα του, ανακοίνωσε γεμάτος υπερηφάνεια ο βασιλιάς.
Το ύφασμα σηκώθηκε και αποκαλύφθηκε το πορτραίτο. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Θαμπώθηκαν από την ομορφιά του. Οι υπηρέτες κοιτούσαν ο ένας τον άλλον αφού προσπαθούσαν να ανακαλύψουν μέσα στο πλήθος αυτόν που το είχε ζωγραφίσει.
- Λοιπόν! Ποιος είναι αυτός που μας έκανε όλους να χάσουμε την μιλιά μας και ξέχασε να βάλει την “σφραγίδα” του;, απόρησε ο βασιλιάς.
Κανένας δεν μίλησε. Ξαφνικά, μέσα στην ανησυχία όλων, άνοιξε η πόρτα της αίθουσας. Όλοι ταράχτηκαν. Ήταν η Φιλομήλα. Φορούσε τα ίδια ρούχα και παπούτσια με τους υπηρέτες και κρατούσε ένα μαντήλι. Κοιτούσε γεμάτη παράπονο τον πατέρα της. Έσπασε την σιωπή λέγοντας:
- Δεν θέλω να διακόψω αυτή την υπέροχη γιορτή. Θα ήθελα απλώς να μάθω ποιο είναι τελικά το πορτραίτο που κέρδισε τις εντυπώσεις του πατέρα μου.
Όλοι σάστισαν. Περισσότερο από όλους ο βασιλιάς. Κοιτούσε την Φιλομήλα και δεν ήξερε τι να πει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Η Φιλομήλα ήταν ντυμένη “υπηρέτης”.
Ο Αιμίλιος προσπαθούσε να δώσει κάποια εξήγηση.
Η Φιλομήλα, πήρε μια βαθειά ανάσα και είπε γεμάτη θάρρος στον πατέρα της:
- Πατέρα, θα ήθελα να μάθω ποιο ήταν τελικά το κριτήριο για να διαλέξεις το καλύτερο πορτραίτο. Μην απορείς. Τα ξέρω όλα. Σας άκουσα που μιλούσατε με τον Αιμίλιο τις προάλλες στην κάμαρα σου.
Ο βασιλιάς ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Όχι μόνο η κόρη του γνώριζε τα πάντα, αλλά τον ρεζίλευε μπροστά στους υπηρέτες του. Δάγκωσε τα χείλια του και είπε:
- Ας διαλυθεί αυτή η συγκέντρωση. Δεν νομίζεις ότι αυτή η κουβέντα πρέπει να γίνει μεταξύ μας;
- Όχι πατέρα, εσύ δεν έπρεπε να με ρωτήσεις πριν πάρεις όλες αυτές τις αποφάσεις για μένα; Τόσα χρόνια κοντά σου θα έπρεπε να ξέρεις πως για μένα δεν υπάρχουν πλούσιοι ή φτωχοί, υπηρέτες ή βασιλείς. Το βλέπεις άλλωστε, κάνω δουλειές μαζί τους, τους βοηθάω παρ’ ότι είμαι κόρη σου και κατά τα λεγόμενα σου δεν θα έπρεπε, είπε όλο θάρρος η Φιλομήλα. Και συνέχισε:
- Γεννήθηκα άσχημη και πάντοτε αυτό ήταν το πρόβλημα για σένα, αλλά μόνο για σένα. Σκέφτηκα λοιπόν να σου δώσω ένα μάθημα, όταν έμαθα το σχέδιο που ετοιμάζεις. Φόρεσα τα ρούχα τους και πήρα και εγώ μέρος στον “διαγωνισμό” που επέβαλες. Το ταλέντο μου στην ζωγραφική που σου λεγε και σου ξανάλεγε ο Αιμίλιος, βοήθησε στο να ζωγραφίσω το καλύτερο πορτραίτο. Απλά ξέρεις, δεν ήταν μόνο αυτό. Στα μάτια μου ήσουν πάντα ο καλύτερος πατέρας του κόσμου και αυτό σκεπτόμουν όταν σε ζωγράφιζα, όχι την εξωτερική σου εμφάνιση. Και εσύ τι έκανες; όταν μπήκες έστω και για λίγο στην θέση μου και είδες πως είναι να σε ζωγραφίζουν άσχημο, θύμωσες πολύ. Δεν σου άρεσε καθόλου, είπε η Φιλομήλα αφήνοντας τους όλους άναυδους.
Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Η κόρη του είχε τόσο δίκιο σε όλα. Πως μπόρεσε να κάνει τέτοιο κακό στην μονάκριβη του κόρη, αναρωτιόταν. Ήταν πάντα τόσο περήφανος για αυτήν και από την απερισκεψία του κατάφερε να την στενοχωρήσει.
Έπεσε στην αγκαλιά της και της ζήτησε αμέσως συγχώρεση. Έπειτα απευθύνθηκε προς τους υπηρέτες :
- Το πάθημα μου, πρέπει να γίνει μάθημα σε όλους σας. Σας ζητώ και εσάς συγγνώμη αν καμιά φορά γίνομαι σκληρός, όμως ξέρετε ο άνθρωπος όταν γερνά αυτά παθαίνει.
Η Φιλομήλα, τον συγχώρεσε αμέσως γιατί η ομορφιά της καρδιάς της ήταν μεγαλύτερη από την εξωτερική της εμφάνιση. Ο βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη και από τον Αιμίλιο για την συμπεριφορά του, όμως εκείνος δεν του κρατούσε καμία κακία. Κατάλαβε αμέσως ότι μετανόησε.
Όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν. Οι υπηρέτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ζητωκραύγαζαν. Πέταξαν όλοι στον αέρα τα πινέλα τους από χαρά. Ακόμα και οι πιο πονηροί που είχαν στο μυαλό τους την περιουσία του βασιλιά άλλαξαν γνώμη. Ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι. Τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει αυτή την όμορφή στιγμή. Η βροντερή φωνή του βασιλιά διέκοψε την φασαρία:
- Αύριο όλοι 7 ή ώρα το πρωί εδώ στην αίθουσα, παραταγμένοι. Τι λέτε να διακοσμήσουμε όλοι μαζί την αίθουσα με αυτούς τους υπέροχους πίνακες σας;
Όλοι γέλασαν από ευτυχία.
Ένας υπηρέτης ακούστηκε στο βάθος φωνάζοντας: Βασιλιά μου, έχεις το καλύτερο πορτραίτο για τον θρόνο σου.
- Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω σε αυτό που είπες. Έχω το καλύτερο και ομορφότερο κορίτσι στον κόσμο, την Φιλομήλα μου. Αυτή είναι το πορτραίτο μου. Το ομορφότερο πορτραίτο που έχουν δει ποτέ τα μάτια μου, είπε πλημμυρισμένος από αγάπη ο βασιλιάς.
Όλοι χειροκρότησαν. Ο βασιλιάς ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Η Φιλομήλα αγκάλιασε τον πατέρα της τόσο σφιχτά όσο δεν τον είχε αγκαλιάσει ποτέ ξανά.
Και έζησαν αυτοί καλά…. Και εμείς καλύτερα.
Καλιμέρα κ.Γιάννη ήταν πολλυ ωραίο μου άρεσε πάρα πολλύ. Λόισα
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν θέλεις γράψε μου κι ένα σχόλιο ποιο πιστεύεις είναι το νόημά του. Τι θέλει να μας πει το παραμύθι;
Διαγραφήκ.Γιάννη το παραμύθι σας ήταν ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει!Το νόημα του πιστεύω είναι να μην κρίνεις τους άλλους από την εμφάνισή τους αλλά από το πώς συμπεριφέρονται και από το πόσο καλοί άνθρωποι είναι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο, Εύδοξια. Νομίζω ότι κατάλαβες πολύ καλά τι θέλει να μας πει το παραμύθι.
Διαγραφή