Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΑΣΧΗΜΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν.  Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
 – Τί θα γίνει ο θρόνος μας σαν πεθάνομε; Ποιος θα κυβερνήσει το λαό μας; ποιος θα μας γεροκομήσει; Κανείς!
Και ήταν πάντα θλιμμένοι και απαρηγόρητοι.
Επειδή όμως ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, προσπαθούσαν να κρύβει ο ένας από τον άλλο τον καημό του.  Όταν η βασίλισσα έβλεπε θλιμμένο τον άντρα της, του έλεγε: 
– Έχουν και τα παιδιά τα βάσανά τους, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Όποιος δεν έχει, τον παιδεύει ένας καημός, μα όποιος έχει, τον παιδεύουν πολλά. Λίγο το ’χεις να έχομε ένα παιδί, και όλο να μας κρατά ο φόβος μη μας αρρωστήσει και το χάσομε;
Και σα να λες ο βασιλιάς παρηγοριόταν. Από μέσα της όμως αναστέναζε η βασίλισσα και συλλογιζόταν:
«Άμα λείπει το παιδί από το σπίτι, όλα λείπουν. Το παιδί είναι το στολίδι του σπιτιού. Είναι ό,τι είναι το αηδόνι την άνοιξη, ό,τι είναι το λουλούδι στον κάμπο. Αν σωπάσει το αηδόνι και δεν ανθίσει το λουλούδι, τι θα είναι; Μια ερημιά θ’ απλωθεί στη γη. Έτσι είναι και το σπίτι δίχως το γέλιο του παιδιού».
Και πάλι, σαν έβλεπε ο βασιλιάς τη βασίλισσα κλαμένη και καταλάβαινε την αφορμή, της έλεγε:
– Αχ, βασίλισσά μου, καλά είναι τα παιδιά, μα να βγουν καλά και άξια· μα αν βγουν κακά και στραβοκέφαλα;

Και περνούσαν τα χρόνια. Είχαν γεράσει πια οι βασιλιάδες, μα ο καημός τους δε γιατρευόταν. Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αχ, να είχαμε ένα παιδί! ήταν ο αναστεναγμός τους μέρα νύχτα.
Ώσπου, από τα πολλά τα παρακάλια, τους άκουσε κάποτε η Μοίρα τους και κίνησε να τους βρει.
Ήταν μια γριούλα καμπουριασμένη, με άσπρα μαλλιά, που ακουμπούσε στο ραβδάκι της και πήγαινε σιγά σιγά.
– Σας ακούω, τους είπε, χρόνια να παραπονιέστε, και είπα να σας κάμω τη χάρη. Έπειτα από ένα χρόνο θα έχετε ένα γιο. Να το ακούσει αυτό το αντρόγυνο, πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του.
– Θα σας δώσω ένα γιο, εξακολούθησε η Μοίρα, μα απομένει να μου πείτε ποια χαρίσματα θέλετε να έχει. Ό,τι μου ζητήσετε, θα γίνει.
– Ναι είναι χίλια τα χρόνια του, και πάλι να μη λιγοστεύουν! είπε η βασίλισσα.
– Αυτό δε γίνεται, αποκρίθηκε η Μοίρα, μα όσο για πολύχρονος, θα είναι.
– Να γίνει παλικάρι! ζήτησε ο βασιλιάς. Να μη φοβάται τον κίνδυνο και ν’ αγαπά τη χώρα και το λαό του.
– Θα γίνει! έκαμε η Μοίρα.
– Να είναι καλός! παρακάλεσε η βασίλισσα. Η καρδιά του να είναι ανοιχτή σε όλους τους πόνους και τα βάσανα. Ν’ αγαπά τους ταπεινούς και τους δυστυχισμένους.
– Όλα όσα ζητήσατε θα του δοθούν. Τώρα εγώ πάω, θέλετε άλλο τίποτα;
– Καλή μας Μοίρα, όχι, δε ζητούμε τίποτ’ άλλο. Σαν είναι ο γιος μας πολύχρονος και γενναίος, άξιος και δοξασμένος, και ακόμη έχει πονετική καρδιά, τι άλλο θέλει;
– Καλά, είπε η Μοίρα κι έφυγε.
Μα δεν ήταν καλά καλά βγαλμένη από το παλάτι, και η βασίλισσα σηκώθηκε βιαστική κι έστειλε τρεχάτο έναν υπηρέτη να γυρίσει τη Μοίρα πίσω.
– Βασιλιά μου! κάμαμε ένα μεγάλο λάθος. Όλα τα ζητήσαμε για το γιο μας, και ένα, μπορεί το πιο καλύτερο, το ξεχάσαμε.
– Τι ξεχάσαμε; ρώτησε ο βασιλιάς ανήσυχος.
– Ξεχάσαμε να ζητήσομε να γίνει πεντάμορφο το βασιλόπουλο, σαν όλα τα βασιλόπουλα.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε η Μοίρα σιγά σιγά, ακουμπώντας στο ραβδάκι της.
– Καλή μας Μοίρα, έλεος! Ξεχάσαμε να δώσεις και την ομορφιά στο βασιλόπουλο, είπε η βασίλισσα.
– Βασιλιά και βασίλισσα, αποκρίθηκε η Μοίρα, αυτό που ζητάτε δε γίνεται. Ό,τι έγινε, έγινε. Το ριζικό του κλείστηκε πια και δεν αλλάζει.
Η βασίλισσα στα λόγια τούτα έβαλε τα κλάματα και ο βασιλιάς, μόλο που δεν έδινε και πολλή σημασία στην ομορφιά του κορμιού, ήταν και αυτός καταστενοχωρεμένος.
– Ακούστε, είπε η Μοίρα. Να προσθέσω δεν μπορώ πια τίποτα. Μπορώ όμως ένα χάρισμα, όποιο μου πείτε, να το αλλάξω με την ομορφιά.
Η βασίλισσα ώσπου ν’ ακούσει πάλι τούτη την καλοσύνη της Μοίρας, έπεσε στα γόνατά της και την ευχαριστούσε.
– Καλή μου Μοίρα! Καλή μας Μοίρα, έλεγε.
– Μα κάνετε γρήγορα, ξαναείπε η Μοίρα· ό,τι γίνει, να γίνει, γιατί με περιμένουν και αλλού. Ν’ αλλάξω τα πολλά χρόνια που του έδωσα με τη ομορφιά; Να γίνει πεντάμορφο μα λιγόχρονο;
Η βασίλισσα ανατρίχιασε, και ο βασιλιάς το ίδιο.
– Ο Θεός φυλάξει! φώναξαν και οι δυο μαζί.
– Ν’ αλλάξω την παλικαριά του με την ομορφιά;
– Όχι ποτέ! φώναξε ο βασιλιάς. Να γίνει φοβιτσιάρης; Και τότε, τι τη θέλει την ομορφιά;
Και συμφώνησε η βασίλισσα μαζί του.
– Ν’ αλλάξω τότε την καλοσύνη του με την ομορφιά· να είναι όμορφος, μα σκληρόκαρδος και άπονος.
– Όχι! όχι! χίλιες φορές όχι, έκαμε η βασίλισσα και έβαλε τα κλάματα.
Και ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος.
Τότε η Μοίρα, άμα είδε πόσος ήταν ο πόνος τους, τους ψυχοπόνεσε και τους μίλησε έτσι:
– Τούτο μπορώ να κάμω μόνο: Το παιδί σας μια φορά θα γίνει άσχημο. Μα η ασχήμια του θα είναι μαγεμένη. Όποιος το αγαπήσει το βασιλόπουλο, θα το βλέπει πεντάμορφο. Θα το βλέπει να έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όποιος το αγαπήσει, έτσι θα το βλέπει.
– Και γίνεται αυτό; ρώτησε το βασιλικό αντρόγυνο.
– Γίνεται. Δέχεστε;
– Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, και προσκυνούμε τα πόδια σου.
Κι έσκυψαν ίσαμε τη γη. Όταν σηκώθηκαν, δεν είδαν πια τη Μοίρα, είχε χαθεί από μπρος τους.
Και αλήθεια, κιόλας έπειτα από ένα χρόνο γεννήθηκε ένα παιδί πολύ άσχημο.
Αλλά ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα δεν το έβλεπαν πως ήταν άσχημο, γιατί ήταν παιδί τους και το αγαπούσαν. Έλεγε λοιπόν η βασίλισσα σκυμμένη απάνω από την κούνια του παιδιού:
– Είδες, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, η Μοίρα μάς χωράτεψε. Για να μας τρομάξει, μας είπε πως το παιδί μας θα γινόταν άσχημο.
– Αυτό βλέπω κι εγώ, απαντούσε ο βασιλιάς, και γελούσαν για το χωρατό της καλής Μοίρας.
Και το παιδί μεγάλωνε· και όσο μεγάλωνε, η ασχήμια του γινόταν πιο φανερή. Αλλά κανείς δεν το έβλεπε. Γιατί όλος ο κόσμος το αγαπούσε το βασιλόπουλο. Και αυτό, γιατί το βασιλόπουλο ήταν καλό. Αγαπούσε όλο τον κόσμο, και όλο έκανε καλοσύνες. Κανένας πια δεν πρόσεχε την ασχημιά του. Και όχι μόνον αυτό, παρά το έβρισκαν και όμορφο. Τόσο που η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα. Και η φήμη έλεγε πως είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όλοι το αγαπούσαν το βασιλόπουλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου